- ἐπλινθώσασθε
- πλινθόομαιbuild as with bricksaor ind mp 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλινθούμαι — όομαι, Α [πλίνθος] χτίζομαι όπως με πλίνθους («Χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek